ὑγρότητας

ὑγρότητας
ὑγρότης
wetness
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Ντέιβιντ — (David Lee, Ράι, Νέα Υόρκη 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Το 1952 έλαβε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το 1954, μετά από διετή θητεία στον στρατό κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου της Κορέας, συνέχισε για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”